- νεογενές
- νεογενήςnew-bornmasc/fem voc sgνεογενήςnew-bornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νεογενής — ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγε νής, ές) 1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος 2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει εμφανιστεί,… … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
ελβέτια βαθμίδα — Το κατώτερο μισό της βινδομπονίου βαθμίδας στο νεογενές σύστημα του καινοζωικού αιώνα. Αντιπροσωπεύεται στη Γαλλία από τους ασβεστόλιθους του Σανσάν και του Σιμόρ, που περιέχουν απολιθωμένα οστά χερσαίων θηλαστικών, και στις ελβετικές Άλπεις από… … Dictionary of Greek
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek
οργανογενή πετρώματα — Λέγονται και βιογενή. Οι φακοειδείς ή θολοειδείς αποθέσεις ασβεστόλιθων, κυρίως, με αποκλειστικά οργανογενή προέλευση, που βρίσκονται ανάμεσα σε άλλα ιζηματογενή πετρώματα. Ο σχηματισμός των πετρωμάτων αυτών οφείλεται στη δράση οργανισμών φυτικών … Dictionary of Greek
τριτογενές — Γεωλογική περίοδος του καινοζωικού αι., της οποίας τα κατώτερα όρια καθορίζονται από τον μεσοζωικό αι. (κρητιδικό), ενώ τα ανώτερα από το τεταρτογενές. Ορισμένες σχολές θεωρούν το τ. ως τον καινοζωικό αι., ενώ το τεταρτογενές ως τον νεοζωικό αι.… … Dictionary of Greek